φῦσαι — φύω bring forth aor part act fem nom/voc pl φύω bring forth aor imperat mid 2nd sg φύω bring forth aor inf act φῦσα pair of bellows fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φῦσ' — φῦσα , φύω bring forth aor part act fem nom/voc sg φῦσαι , φύω bring forth aor part act fem nom/voc pl φῦσαι , φύω bring forth aor imperat mid 2nd sg φῦσαι , φύω bring forth aor inf act φῦσα , φύω bring forth aor ind act 1st sg (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FASELARES — apud Ael. Lamptid. in Anton. Hcliogab. Barbas sane mullorum tantas iubebat exhiberi, ut pro absentis, apiastris et faselaribus et faenograeco exhiberet plenis fabatariis, et discis: sunt faselt, et subint siliquae; seu faselaria, subint. grana.… … Hofmann J. Lexicon universale
κυρίσσω — κυρίσσω, αττ. τ. κυρίττω (Α) 1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω («βοὸς μόσχον... εἶδον κυρίττοντα πρὶν φῡσαι τὰ κέρατα», Γαλ.) 2. (γενικά) χτυπώ, πλήττω (α. «ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῑς κέρασι», Πλάτ. β. «οἵδ ἀμφὶ νῆσον … Dictionary of Greek
πολύαυλος- — ον, Μ φρ. «αἱ πολυαύλων ὀργάνων φῡσαι» εκκλησιαστικό μουσικό όργανο, γνωστό στο Βυζάντιο ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αὐλός (πρβλ. πλαγί αυλος)] … Dictionary of Greek
φυσούμαι — όομαι, ΜΑ [φῦσαι] πρήζομαι … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek